ἄνω-καὶ κάτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνω-καὶ κάτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄνω-καὶ κάτω ἐπίρρ. ἄν’-καικὰ Πόντ. (᾿Αμισ. Χαλδ.) ἄν-καὶ κάτ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς ἐπιρρηματ. συνεκφορᾶς ἄνω καὶ κάτω.
Σημασιολογία
1) Ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, τῇδε κἀκεῖσε ἔνθ᾽ ἀν.: Τρέ’ ἄν᾿-καικὰ νὰ ἐβγάλλ’ τὸ ψωμίν ἀτ’ (τρέχει ἀπεδῶ κι ἀπεκεῖ νὰ πορισθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν) Χαλδ. || Φρ. Ἔσυρεν ἀτον ἄν’-καικὰ (τὸν ἐταλαιπώρησε πολὺ) Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1, 3, 4 «πολλούς τινας ἑλιγμοὺς ἄνω καὶ κάτω πλανώμενοι». 2) Πρὸς τὰ ἐπάνω, πρὸς τὸ ἐπάνω μέρος Πόντ. (Χαλδ.): Ἔλ᾿ ἀδὰ ἄν’-καικὰ (ἔλα ἐδῶ κτλ.) Δέβα ἄν᾿-καικὰ (πήγαινε παραπάνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA