ἀνωνίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνωνίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνωνίδα ἡ, ὀνωνίδα Πελοπν. (Ναύπλ.)-ΘΧελδράιχ 24 ἄνωνι Ρόδ. ἄνωμι Ρόδ. (Σάλακ.) ἄνεμι Ρόδ. (Κρεμαστ.) ἔνωνι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ἀνωνίδα πολλαχ. ἀνωνία Χάλκ. ἀνώνιδα ΘΧελδράιχ 24 - Λεξ. Βερ. 147 ἀνώνια Λῆμν. ἀλωνίδα Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Κῶς Νάξ. (Σαγκρ.) Νίσυρ. Σέριφ. Σῦρ. Χίος –ΠΓεννάδ. 48 ἀλωνία Χίος ἀλωνιˬὰ Κύπρ. ἀλωίνα ᾽Ικαρ. ἀνανίδα Θρᾴκ. Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Μάν. Μεσσ.) κ.ἀ. ἀναούδα Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ὄνωνις καὶ ἄνωνις. Ὁ τύπ. ἀλωνίδα κατ᾿ ἀνομ., ἐξ οὗ κατ᾿ ἀποβολὴν τοῦ δ ὁ τύπ. ἀλωνία. Ὁ τύπ. ἀλωίνα ἐκ τοῦ *ἀλωδίνα κατὰ μετάθ. καὶ ἀποβολὴν τοῦ δ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 219 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἀκανθώδη φρύγανα τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papilionaceae). α) Ὄνωνις ἡ ἀρχαία (ononis antiquorum), βότανον διουρητικὸν πολλαχ.: Αἴνιγμ. ᾽Αλωνίδα τσιμπητὴ | πίνει νερὸ δὲ κατουρεῖ (ἡ ὄρνις) Κύθηρ. || ᾌσμ. Μαντραγούρα κιˬ ἀνανίδα | κι ἄλλο ἕνα χορταράκι, ἂν τὸ ξέραν οἱ μανάδες, | δὲ θὰ χάναν τὰ παιδιˬά τους μέσ᾽ ἀπὸ τὴν ἀγκαλεˬά τους Μάν. β) Ὄνωνις ἡ ἀκανθώδης (ononis spinosa) ΘΧελδράιχ 24 ΠΓεννάδ. 724. Συνών. ἀγκάθι βόιδινο (ἰδ. ἀγκάθι 1ε). γ) Ὄνωνις ἡ χνοώδης (ononis pubesces) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. -ΠΓεννάδ. 724. Συνών. βαλσαμόχορτο. δ) ’Αλχάγιον τὸ Ἑλληνικὸν (alhagi Graecorum) ’Αθῆν. Σῦρ κ.ἀ. -ΠΓενναδ. 48 ε) ᾿Αλχάγιον τὸ Μαυριτανικὸν (alhagi Maurorum) Κύπρ. ΠΓεννάδ. 48 2) Τὸ φυτὸν ποτήριον τὸ ἀκανθῶδες (poterium spinosum) τῆς τάξεως τῶν ροδωδῶν (rosaceae) Κρήτ. Μῆλ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Αλωνίδα καὶ ὡς τοπων. Κρήτ. (Σέλιν.) Χίος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/