ἀνωρίμαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνωρίμαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνωρίμαστος ἐπίθ. ἀγούρμαστος Ἤπ. ἀγούρμαστους Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. ('Αράχ.) ἀρούμαστους Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀρούμαγος Ἤπ. (Δρόβιαν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ὡριμαστὸς<ὡριμάζω, παρ’ ὃ καὶ γουρμάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὡριμάσας, ἐπὶ καρποῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Καρύδιˬα - μῆλα - σταφύλιˬα ἀγούρμαστα Ἤπ. ’Αγούρμαστα τσαὶ ξ’νὰ σταφύλιˬα ᾽Αράχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄγουρος Α2, *ἀνώριμος. 2) Ὁ ἄωρος διανοητικῶς, ἐπὶ ἀνθρώπου Ἤπ. (Χουλιαρ.): Ἀγούρμαστου πιδί. Ἀγούρμαστου μυˬαλὸ (ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἔπηξαν τὰ μυαλά). Συνών. ἄγουρος 3β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA