ἀνωφέλευτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνωφέλευτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνωφέλευτα ἐπίρρ. Κρήτ. Κύπρ. Παξ. Πελοπν. (’Αρκαδ.) - ΣΣκίπης ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 408 - Λεξ. Δεὲκ Γαζ. (λ. ἀλυσιτελῶς) Βυζ. Βλαστ. ἀνεφέλευτα Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνωφέλευτος.

Σημασιολογία

᾽Ανώφελα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾽Ετυραγνίστηκε τόσα χρόνιˬα ἀνωφέλευτα Παξ. ᾿Ανεφέλευτα ἀραεύ’ς (ζητεῖς) Κοτύωρ. Χαλδ. || ᾎσμ. Καὶ τὰ Σφακιˬ’ ἀνωφέλευτα θὰ πάν νὰ σκλαβωθοῦσι Κρήτ. - Ποίημ. Τὸ καράβ’ ἀνωφέλευτα καρτερῶ νὰ σὲ φέρῃ ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/