ἀνωφέλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνωφέλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνωφέλευτος ἐπίθ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Παξ. Πάρ. Πελοπν. (Κυνουρ.) Σῦρ. κ.ἀ. - ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 37 ΙΔραγούμ. Ἑλληνισμ. καὶ Ἕλλην. 116 - Λεξ. Δεὲκ Κορ. Γαζ. (λ. ἀλυσιτελὴς) Βυζ. Μπριγκ. ἀνουφέλευτος Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Μέγαρ. ἀνουφέλιφτους Εὔβ. (Στρόπον.) Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀν᾽φέλιφτους Ἴμβρ. ἀνεφέλευτος Ἄνδρ. ἀνηφέλευτος Κωνπλ. Νάξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ὠφελευτὸς<ὠφελεύω.

Σημασιολογία

᾿Ανωφελής, ἄχρηστος ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ανεφέλευτοι ἀθρώποι εἴσαστε Ἄνδρ. Πῆε ὁ κόπος μου ἀνωφέλευτος Παξ. Τώρᾳ εἶναι ἀνωφέλευτα τὰ δάκρυˬα Κρήτ. Ὁ Θεὸς ἔτσι θέλει, ἐπῆρεν τον ’τεῖνον ποῦ ’τουν παίδκιˬος τιˬ ἄφησέν με ἐμέναν τὸν ἀνωφέλευτον Κύπρ. Ἡ ἀνατροφὴ ἡ καλὴ θὰ ξεφορτώσῃ τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τὰ βάρη τ᾿ ἀνωφέλευτα ΙΔραγούμ. ἔνθ’ ἀν. || Γνωμ. Σὲ τόπον ἀνωφέλευτο νὰ μὴν πολυκαθίσῃς (μὴ ἐπιμένῃς εἰς ἐπιχειρήσεις ἀκάρπους) Πελοπν. (Κυνουρ.) || Ποίημ. Μ’ ἐσταύρωσαν ᾿ς τὸν τοῖχον ἀνωφέλευτο, ἐγέρασα, μοῦ πρέπει πλεˬὰ ὁ θάνατος ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀδιˬαφόρετος 1, ἀδιˬαφόρευτος 1, *ἀνωφέλης 1, ἀνωφέλητος 1, ἀνώφελος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/