ἀνωφλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνωφλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνωφλιˬάζω Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνώφλι.
Σημασιολογία
Θέτω ἄνωθεν τῶν παραστατῶν τῆς θύρας τὸ ὑπέρθυρον, τὸ ἀνώφλιον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA