ἀξαγκωνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξαγκωνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀξαγκωνιάζω Κάρπ. Κύπρ. Ρόδ. ’ξαγκωνιˬάζω Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀξάγκωνα.
Σημασιολογία
Δένω τινὰ ὀπισθάγκωνα Κάρπ. Κύπρ.: ᾽Εξαγκωνιˬάσαν τοὺς κλέφτες τ’ ἐστείλαν τους ᾿ς τὸ σαράγιˬον Κύπρ. || ᾌσμ. Πιˬάνου κι ἀξαγκωνιˬάζου τον κ’ εἰς τ᾿ ἄρbουρο κρεμ-μοῦ τον (πιάνουν κτλ.) Κάρπ. Πιάστε τι ἀξαγκωνιˬάστε με τρεῖς δίπλες τ᾿ ἀλυσίδιν ταὶ ράψετε τ᾿ ἀμ-μάδκιˬα μου τρεῖς δίπλες τὸ ραφίδιν Κύπρ. Συνών. ἀξαγκωνίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA