ἄξαφνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄξαφνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄξαφνα ἐπίρρ. ἐψαίφνη ᾿Απουλ. ἐφσαίφνη ’Απουλ. ἔξαφνα σύνηθ. ἄξαφνα κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Οἰν.) Τσακων. ἄξαμνα Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.) Πελοπν. (Τριφυλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρ. ἐξαίφνης. Ἡ λ. ὑπὸ τύπ. ἐξάφνης ἐν Χρον. Μορ. στ. 4813 (ἔκδ. JSchmitt). Τὸ ἀρκτικὸν α ἐξ ἀφομ., δι᾽ ἣν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 233. Διὰ τὴν ἐν τῷ τύπ. ἄξαμνα τροπὴν τοῦ συμπλέγματος φ ν εἰς μ ν ὡς καὶ δάφνη - δάμνη, σταφνίζου (σταθμίζω) - σταμνίζω ἰδ. ΒΦάβην ἐν ᾽Αθηνᾷ 43 (1981) 106. Πβ. καὶ ἀξαμνιˬὰ ἐν λ. ἀξαφνιˬά.
Σημασιολογία
Ἐξαίφνης, αἰφνιδίως, ἀπροσδοκήτως ἔνθ’ ἀν. Ἄξαφνα ἐκεῖ ποῦ μιλούσαμε σηκώθη κ᾿ ἔφυγε. ᾽Εκεῖ ποῦ καθότανε ἄξαφνα πέθανε. Τὸν εἶδα ἄξαφνα καὶ τρόμαξα κοιν. Ἄξαμνα τραύιξε τὸ μπιστόλι του κ᾽ ἔρριξε Πελοπν. (Τριφυλ.) || ᾎσμ. Μέρα καὶ νύχτα, μάθιˬα μου, τρώει με ὁ καηˬμός σου, γιατὶ τὸν εἶδα ἄξαφνα τὸν ἀποχωρισμό σου Κρήτ. Συνών. αἴφνης, ἀναπάντεχα, ἀναφαντῶς, *ἀναχάμπαρα, ἀναχπάραχτα, ἄξυπα, ἀφνίδιˬα, ἄφνου, ἀφόραχτα, ξαφνικὰ, ξάφνου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA