ἀξεκλάδιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξεκλάδιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξεκλάδιστος ἐπίθ. ἀμάρτ ἀξεχλάιστος Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεκλαδιστὸς<ξεκλαδίζω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἀπεκόπησαν οἱ κλάδοι, συνήθως ἐπὶ ἀμπέλου: Παροιμ φρ. Φροῦ φροῦ καὶ τ’ ἀμπέλιν ἀξεχλάϊστον (ἐπὶ τοῦ ἐνεργοῦντος μετὰ πολλῆς σπουδῆς καὶ ἄνευ τῆς δεούσης προσοχῆς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/