ἀξενύχτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξενύχτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξενύχτιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀξινύχτ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ξενύχτιστος.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος, πρὸς περίθαλψιν τοῦ ὁποίου δὲν ἠγρύπνησε κἀνεὶς : ᾽’Εμ’νι οὑ ἄρρουστους ἀξινύχτ᾽γους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA