ἀξεπαίδευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεπαίδευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεπαίδευτος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἦλ. Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεπαιδευτός<ξεπαιδεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐκπαιδευθεὶς ἔνθ’ ἀν. : ᾽Αξεπαίδευτα θ’ ἀφήσουμε τὰ παιδιˬά; Λακων. Συνών. ἀπαίδευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA