ἀξεπέραστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεπέραστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεπέραστος ἐπίθ. Θράκ.(Σαρεκκλ.) Κρήτ. Σῦρ. Χίος--ΓΨυχάρ. Ρωμαίικ. γραμματ. 2. 31 ἀξηπέραστος Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεπεραστὸς<ξεπερνῶ.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν διεπέρασέ τις, ὁ μὴ διαπερασθεὶς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Ἀξεπέραστη εἶναι ἡ κλωστή. β) ᾿Εκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου δὲν διεπεράσθη τι Σύμ. Σῦρ. Χίος: Ἡ βελόνα ποῦ μοῦ δωκες ἤτανε ἀξεπέραστη (ἄνευ κλωστῆς) Σῦρ. Χίος 2) ᾽Ανυπέρβλητος, ἀνυπερτέρητος Κρήτ. -ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. : Πῶς ὅμως τὸ κατωρθώσανε αὐτὸ οἱ ἀξεπέραστοι πρόγονοί μας; ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA