ἀξετελείωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξετελείωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξετελείωτος ἐπίθ. Κρήτ. ἀξετέλε͜ιωτος Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξετελειωτὸς<ξετελειώνω.

Σημασιολογία

Ἀτελείωτος, ἀσυντέλεστος : Ἀξετέλε͜ιωτο παννὶ - φασίδι κττ. Συνών. ἀξετέλευτος, ἀτελείωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/