ἀξετρύπωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξετρύπωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξετρύπωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀξετρούπωτος Πελοπν. (Κορινθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξετρυπωτὸς<ξετρυπώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐκβληθεὶς ἐκ τῆς ὀπῆς πολλαχ.: Ὁ σκύλλος δὲν ἀφῆκε λαγὸ ἀξετρύπωτο. β) ᾿Ανεξερεύνητος Πελοπν. (Κορινθ): Τίποτα δὲν ἄφησε ἀξετρούπωτο. 2) Ἐκεῖνος ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν ἀφῃρέθη ἡ ἀραιὰ ραφή, τὰ τρυπώματα πολλαχ. : Τὰ μανίκιˬα εἶναι ἀξετρύπωτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/