ἀξεφόρτωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξεφόρτωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξεφόρτωτος ἐπίθ. Ἄνδρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Χίος κ. ἀ. ἀξηφόρτωτος Κύπρ. Πελοπν. (Κορινθ) Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεφορτωτὸς<ξεφορτώνω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ἀπὸ τοῦ ὁποίου δὲν ἀφῃρέθη τὸ φορτίον ἔνθ’ ἀν.: ᾽Αξεφόρτωτον ἔχω τὸ γάδαρο Χίος. Καΐκιν ἀξηφόρτωτο Σύμ. Ἄφησα τὸ μουλάρι ἀξηφόρτωτο Κορινθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/