ἀξέχαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξέχαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξέχαστος ἐπίθ. κοιν. ἀξέχαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀξήχαστος Κύπρ. -ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,21 ἀξήαστους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀξέχαdος Σύμ. ἀξήαdoς Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεχαστὸς<ξεχνῶ, παρ' ὃ καὶ ξεχάνω, ὅθεν ἐκ τοῦ ἐνεστ. τὸ ἀξέχαdος.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν λησμονεῖ τις, ὁ μὴ λησμονοῦμενος κοιν. : ᾽Αξέχαστη διασκέδασι - μέρα κττ. Ἀξέχαστα χρόνιˬα. ’Αξέχαστες στιγμὲς κοιν. || Ποίημ. Καλῶς τους, καλῶς ἤρτετε, ψυή, καρκιˬὰ δική μας, τῆς μάννας τῆς ἀξήχαστης ταὶ γέν-νημαν ταὶ θρέμ-μαν. (μάννα₌πατρὶς) ΔΛιπέρτ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀλησμόνητος, ἀνάσπαλτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA