ἀξεχώριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεχώριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεχώριστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀξηχώριγος Πόντ.(Σάντ)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ξεχωριστός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) ’Αδιανέμητος, ἀδιαίρετος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σάντ): Τὰ κληρονομικὰ τά ’χουμεν ἀκόμη ἀξεχώριστα σύνηθ. 2) Ἀχώριστος, στενῶς συνδεδεμένος σύνηθ. : ᾿Αξεχώριστοι φίλοι. 3) Δυσδιάκριτος σύνηθ. : Αὐτὰ τὰ δίδυμα εἶναι ἀξεχώριστα, μο͜ιάζουν πολύ. Πβ. ἀχώριστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA