ἀξημέρωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξημέρωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀξημέρωτα ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀξημέρωτος.
Σημασιολογία
Πρὶν ἐξημερώσῃ, περὶ ὄρθρον ἔνθ᾽ ἀν. : Ἔφυγε-ἦρθε ἀξημέρωτα πολλαχ. ᾿΄Επεφτε νὰ κοιμηθῆ γιˬὰ νὰ σηκωθῇ πάλι ἀξημέρωτα ΓΜαράντ. Μιχελ. 15.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA