ἀξινορύγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξινορύγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀξινορύγι τό, Κάρπ. Χίος -Λεξ. Αἰν. Βλαστ. ἀξινορύ’ Κάρπ (Ἔλυμπ.) ἀξινογύρι Χίος -Λεξ. Δεὲκ Βυζ.Μπριγκ. ᾿ξινογύρι Ἰκαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀξινορύγια (ἀξῖναι καὶ ὀρύγια). Πβ. Κορ Ἄτακτ. 2,52. Ὁ τύπ. ἀξινογύρι προελθὼν ἐκ μετάθ. καὶ παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
Μάκελλα, σκαπάνη, σκαλιστήριον ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. Ζευγᾶς χωρὶς ἀξινορύγι κακή σπορέα κάμνει Ἔλυμπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀξινάρα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA