ἀξιωμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξιωμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀξιωμάρα ἡ, Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ.) ἀξιουμάρα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀξίωμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-άρα.
Σημασιολογία
᾿Αξία, ἱκανότης ἔνθ᾽ ἀν. : Δὲν κοιτᾷς ἐκεῖ τί ἀξιωμάρες ἔχει αὐτὴ ἡ γυναῖκα; παίρνει ξύλα ’ς τὴ ράχι της καὶ κάμνει κιˬ ἄλλες δουλει͜ὲς Γορτυν. Ἡ ἀξιουμάρα του δὲν ’μολογε͜ιέται! Ἀράχ. Μὲ τ’ν ἀξιουμάρα τ᾽ αὐτὸς τὰ καταφέρ’ οὕλα μαναχός τ᾽ Αἰτωλ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀξία 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA