ἀξιώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξιώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀξιώνω, ἀφσιῶ Ἀπουλ. ἀξιώνω κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. ᾽΄Οφ. κ.ἀ.) ἀξιών-νω Κύπρ. ἀξιώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀξιγιˬώνω Πόντ. (Κερασ.) ἀξιˬώνω σύνηθ. ἀξώνω Θήρ. Κρήτ. -Λεξ. Μπριγκ. ἀξώνου Εὔβ. (Κύμ.) Κυδων. ἀώνου Λέσβ. ᾽ξιώνω Δ.Κρήτ. Νίσυρ. ᾿ξώνω Κρήτ. Μέσ. ἀξιοῦμαι Πόντ. (Οἰν.) ’ξιοῦ-μαι Πόντ. (Οἰν.) ’ξοῦμαι Πόντ. (Κερασ.) Προστ. β´ πληθ. ἀξιοῦστε Κύπρ. Μετοχ. ἀξούμενες Σκῦρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀξιώνω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀξιῶ, ἐξ οὗ οἱ τύπ. ἀφσιῶ καὶ ἀξιοῦμαι.

Σημασιολογία

Α) ᾽Ενεργ. 1) Καθιστῶ ἢ θεωρῶ τινα ἄξιον κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. ᾿΄Οφ. κ. ἀ.): Ὁ Θεὸς νὰ σ’ ἀξιώσῃ νὰ ἰδῇς τὰ παιδιˬά σου καλοπαντρεμένα. Ὁ Θεὸς μ᾿ ἀξίωσε κ᾽ ἦρθα πίσω ’ς τὴν πατρίδα. Νὰ μὴ μ᾿ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ δῶ - νὰ πάθω τέτο͜ιο κακό ! κοιν. || Φρ. Ὁ Θεὸς νὰ μὴ τ' ἀξιώσῃ ! ἢ νὰ μὴν ἀξιώσῃ ! (νὰ μὴνἐπιτρέψῃ τὸ κακόν!) σύνηθ. || ᾎσμ.Ἔχεις καὶ γιˬὸν εἰς τὸ σκολε͜ιὸ καὶ γιˬὸν εἰς τὸ κοντύλι, νὰ τὸν ’ξιώνῃ ὁ Θεὸς νὰ βάλῃ πετραχῆλι Νίσυρ. Ἡ μετοχ. ἐπιθετικ. ἄξιος, ἱκανός, ἐπιτήδειος Κρήτ. Νάξ. Πόντ. (Οἰν.) Σκῦρ. κ. ἀ.: ᾿Αξιωμένος ἄνθρωπος, μάτι νὰ μὴν τὸ πιάσῃ ! Νάξ. Εἶναι τὸ ζῷ σου ἀξούμενο; Σκῦρ. 2) ᾿Επευφημῶ τινα, ἀναγορεύω ἐπιφωνῶν ἄξιος! (τοῦτο γίνεται κατὰ διαφόρους περιστάσεις, οἷον κατὰ τὴν χειροτονίαν κληρικῶν, τὴν βάπτισιν, τὴν μνηστείαν κττ., πολλαχοῦ δὲ τοὺς ἐπευφημουμένους σηκώνουν ὑψηλὰ διὰ διαφόρων μέσων ἐπιφωνοῦντες ἄξιος!) ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Κασταν. Κομοτ. Μάδυτ. Μυριόφ. Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Τεγ. Τρίπ.) : Τὸν ἄξιˬωσαν σήμερον τὸν διˬάκω Σαρεκκλ. Τρεῖς φίλοι τ᾽ παλληκάριˬα τὸν ἀξιών’νε, τό σ᾿κών᾿νε μὲ τὸ σκαμνὶ τρεῖς φορὲς καὶ λένε ἄξιος, ἄξιος, ἄξιος! (ἔθιμα γάμου) Κασταν. (πβ. Θρᾳκικ. 5 (1934/328).Πβ. ἄξιος 2, ἀξίωμα 2. β) Αἴρω, σηκώνω, ὑψώνω (εἰς εἰδικὰς περιπτώσεις) Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Τρίπ.): Φρ. Ἀξιώνω τὸ τραπέζι (ὑψώνω τὸ τραπέζι μετὰ τῶν ἐπ᾿ αὐτοῦ φαγητῶν κατὰ τὴν τελευταίαν Κυριακὴν τῶν ᾿Απόκρεων, δηλ τὴν Κυριακὴν τῆς Τυρινῆς) Τρίπ. 3) Περιποιῶ τιμὴν εἴς τι, τιμῶ Εὔβ. (Κύμ. κ. ἀ.) Σάμ. Στερελλ. : Φρ. Ἄξωσ’ τα (τίμησον τὰ φαγητὰ μετέχων τοῦ συμποσίου) Κύμ. Στερελλ. || ᾎσμ. Ἀφέdη μου, πάντα νὰ ζῇς νὰ εἶσ’ ἀξιˬουμένους Σάμ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Διήγ. Βελισσ στ. 233 (ἔκδ. Wagner σ. 311) «τιμᾷ καὶ ἀξιώνει τους, αὐθέντας τοὺς ἐποῖκεν». 4) Παρέχω εἴς τινα βάσανα, ἐνοχλήσεις, βασανίζω, πιέζω Κρήτ.: Μοῦ ’χεις πολλὰ τύραννα ἀξωμένα. Μοῦ ᾿ξώσανε πολλά. || Φρ. Τοῦ ᾿ξωσε τὰ ὀνίατα (ἀνίατα κακά). 5) ᾿Αμτβ. αὐξάνω μεγαλώνω (κατ᾿ ἐπίδρασιν καὶ τοῦ ἀξαίνω , ὃ ἰδ. ἐν λ. αὐξάνω.) ᾽Αθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. (Στρό-πον.) Κύθηρ. Πελοπν. (Κυνουρ.) -Λεξ. Βλαστ : Τί κάνεις, καλά ’σαι; ἀξιώνεις, μεγαλώνεις; ᾿Αθῆν. ᾿Αξιώνει τὸ παιδὶ Κύθηρ. Ἅμα ἀξιˬώσουν τὰ παιδιˬά του, θὰ πάρῃ κιˬ αὐτὸς ἀέρα Στρόπον. Μεγαλώνει κιˬ ἀξιώνει Λεξ. Βλαστ. Β) Μέσ. 1) Τιμῶμαι δι᾽ ἀξιώματος, λαμβάνω ἀξίωμα Πελοπν. (Μεσσ) : Ἤθελε ν᾽ ἀξιωθῇ. 2) Καθίσταμαι ἄξιός τινος, τυγχάνω τῆς τιμῆς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ): Δὲν ἀξιώθηκα νὰ πάω ’ς τὴν χάρι τοῦ ἁγίου σύνηθ. ᾽Εξιῶθα νὰ πάγω ᾿ς σὸν Ἅγιον Τάφον Κερασ. || Φρ. Νὰ τ᾿ ἀξιών-νεστε ἢ ἀξιοῦστε! (ἀπάντησις πρὸς τὸν εὐχόμενον ἄξιον τὸ προσκύνημά σου ! ἢ πρὸς ἄλλην παρομοίαν εὐχὴν) Κύπρ. 3) Κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω σύνηθ. : Δὲν ἀξιώθηκα αὐτὸ ποῦ ἤθελα σύνηθ. Θέλω καὶ ’ὼ νὰ βγαίνω ’ξω, μὰ δὲν τ’ ἀξιώνομαι Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ᾿Αποὺ τσοὶ δουλει͜ὲς δὲ τ᾿ ἀξώνομαι νὰ ’ρθῶ νἀ σᾶσε γειτονέψω Κρήτ. Πολεμᾷ νὰ μοῦ γελάσῃ, ἀμ-μὰ ᾿ὲν τ’ ἀξιώννεται Κύπρ. ‖ Ἆσμ. Νὰ μὲ χτικιˬάσῃς πολεμᾷς κιˬ ὅλο γιˬ αὐτὸ πασκίζεις,γλήγορα τ᾿ ἀξιώνεσαι καὶ μὴ gακοκαρδίζῃς Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/