γουλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουλάκι τό, (ΙΙ) Ἐρεικ. Ἰθάκ. Κέρκ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Χίος κ.ἀ. ᾽ουάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) οὐγλά᾽ Ἁλόνν.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Μικρὸς τρυφερὸς βλαστὸς διαφόρων λαχάνων Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) κ.ἀ.: Ἐμάζεψα ἕνα κοφίνι γουλάκιˬα ἀπὸ ἀσπουρδίκλους κ᾽ ἐμαγέρεψα (ἀσπουρδίκλους == εἶδος ἀσφοδέλων) Κίτ. 2) Τὸ φυτὸν Κιχώριον τὸ ἐντετμημένον (Cichorium divaricatum) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Ἁλόνν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος κ.ἀ.: Τοῦ οὐγλά᾽ εἶνι πρώτης τάξιους Ἁλόνν. Καλύτιρα ἀπ᾽ οὕλα τὰ λάχανα εἶνι τὰ οὐγλάκιˬα αὐτόθ. 3) Μεταφ., μικρὸς λίθος, λιθαράκι Ἐρεικ. Ἰθάκ. Κέρκ.: Μοῦ μπῆκε ᾽να γουλάκι ᾽ς τὸ παπούτσι καὶ δὲ bορῶ νὰ προβατήσω Κέρκ. Ἕνα γουλάκι τοῦ ᾽ριξε καὶ φωνάζει σὰ δαίμονας αὐτόθ. Πέρα ᾽ς τὸ Βουνὸ γιˬαλοῦ - γιˬαλοῦ εἶναι ὅλο μιτσὰ γουλάκιˬα (γιˬαλοῦ - γιˬαλοῦ = παραθαλασσίως, μιτσὰ = μικρὰ) Ἐρεικ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA