γουλάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γουλάρης ἐπίθ. Κύπρ. (Πεδουλ. κ.ἀ.) Χίος γ᾽λάρης Σκῦρ. γ᾽λάρ᾽ς Λέσβ. βουλάρης Κύπρ. γούλαρης Χίος Θηλ. γουλάρισ-σα Κύπρ. (Πεδουλ.) γουλάρα Κύπρ. (Πεδουλ.) γουλαρκὰ Κύπρ. (Μαραθάσ. Πεδουλ.) Οὐδ. γουλάρικον Κύπρ. (Πεδουλ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ ἑπίθ. γουλάρης. Βλ. Πρόδρομ. 3, 259α (ἔκδ. Hesseling - Pernot, σ. 59) «καὶ τρυφηλὸν μὲ λέγουσιν, ἀδήφαγον, γουλάρην». Ὁ τύπ. γουλαριˬά, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν Κύπρον φέρεται ὡς γουλαρκά, καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Γουλαρᾶς, εἰς τὸ ὁπ. βλ. καὶ συνών., ἔνθ᾽ ἀν.: Θωρεῖς τον εἶντα γουλάρης ποὺ ἔνι; ὅ,τι ταὶ νὰ φάῃ ᾽ὲν χορταίνει Κύπρ. (Πεδουλ.) Ἐκατάλαβα ὅτι εἶσαι πολ-λὰ γουλαρκὰ ταὶ πρέπει νὰ κόψῃς τοῦτον τὸ σύστημα αὐτόθ. || Γνωμ. Τὸν μαθημένον ἄνθρωπον γούλαρην μὴν τὸν λέγῃς (ὁ καλομαθημένος, ὁ καλοτρώγων ἄνθρωπος δὲν ἕπεται ὅτι εἶναι καὶ λαίμαργος) Χίος. Τὸν καλομαθ᾽μένε γ᾽λάρ᾽ μὴν τὲν πῇς (συνών. μὲ τὸ προηγοὐμ.) Σκῦρ. 2) Τὸ θηλ. καὶ ὡς οὐσ., λαιμαργία Κύπρ. (Μαραθάσ. Πεδουλ.): Ἔεις μιˬὰ ὥραν ποὺ τρώεις, γουλαρκὰν πὄεις πάνω σου! Πεδουλ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουλάρης Εὔβ. (Κάρυστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA