γούλαρμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γούλαρμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γούλαρμος ὁ, Δαρδαν. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Χίος γούρλαμος Χίος γούλερμος Χίος γουλέρμης Εὔβ. (Κουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γούλα (Ι) μὲ ἀναλογίαν πρὸς τὸ ἐπίθ. λαίμαργος καὶ τροπὴν τοῦ γ εἰς μ. Βλ. Α. Κοραῆ, Ἄτ. Ι, 279 εἰς λ. γουλάρης. Τῆν προἐλευσιν ἐκ τοῦ λαίμαργος μὲ ἀντιμετάθεσιν φθόγγων ύποστηρίζουν οἱ Γ. Ν. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 29 (1917), σ. 219, Β. Φάβης, Λεξικογρ. Δελτ. 2 (1940), σ. 121-2 καὶ Κ. Ἄμαντ. Ἀθηνᾶ 27 (1915), Λεξικογρ. Ἀρχ. 2, σ. 41.

Σημασιολογία

Λαίμαργος, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Κόμα ᾽ὲ λέεις νὰ χορτάσῃς, βρὲ γουλέρμη; Εὔβ. (Κουρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/