γουλᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουλᾶς ὁ, Ἀντίπαξ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γουλὶ (ΙΙ).
Σημασιολογία
Εἶδος πτηνοῦ, τὸ ὁποῖον πιστεύεται ὅτι τρώγει μικροὺς λίθους ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Σ τὰ σώχωρα τοῦ Φάνη ἔπιˬακα τρεῖς γουλᾶδες κ᾽ ἕνα καρακαλίτσι (σώχωρα =ἀγροί περιφραγμένοι ἐντὸς τοῦ χωρίου, καρακαλίτσι =μικρὸς ἀετομάχος) Ἀντίπαξ. Τσοὺ γουλοφάηδες καὶ τσοὺ ρούβελους τσοὺ πιˬάκαμε μὲ τσὶ πλάκες (ρούβελας =τὸ πτηνὸν ἐρύθακος, πλάκα =παγὶς) Παξ. Συνών. γουλοφάγος (ΙΙ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA