ἄξυπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄξυπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄξυπα ἐπίρρ. ἄξεσπα Νίσυρ. Τῆλ. ἄξασπα Κάλυμν. ἄξυπα Προπ. (’Αρτάκ.) κ. ἀ. ἄξ’πα Ἀδραμ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. ἄξυπ-πα Κύπρ. ἄξαπ-πα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ξυπάζομαι. Οἱ τύπ ἂξασπα καὶ ἄξαπ-πα κατὰ τὸ ἄξαφνα.
Σημασιολογία
Αἴφνης, ἐξαίφνης, ἀπροσδοκήτως ἔνθ’ ἀν. : Ἄξασπα ’κει͜ὰ ποῦ πάαινα εἶδα τὸν τάδε Κάλυμν. Εἶδεν τον ἄξυπ-πα τ’ ἐφοήθην Κύπρ. Ἄξ’πα τὸν εἶδα Μάδυτ. || Ἄσμ. Ἄξεσπα μοῦ ’ρθεν ἡ φωνή, τὸ θλιβερὸ χαμπάρι Νίσυρ. Ξύπνα τώρᾳ, βρὲ κάουρα, ταὶ στάθου ᾽ς τὲς ἀντρές σου, μὲν πῇς πῶς ἦρτα ἄξυπ-πα ταὶ πῆρα τὴν ζωήν σου Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄξαφνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA