ἀξύπνητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξύπνητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξύπνητος ἐπίθ. Δαρδαν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Σῦρ κ. ἀ. -ΜΤσιριμώκ. Σονέττ. 7 -Λεξ. Δεὲκ Περίδ. Μπριγκ. ἀξύπνητους Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. Λυκ (Λιβύσσ.) ἀξύπνιστος Πόντ. (Τραπ.) ἀξύπνιγος Πόντ. (Τραπ.) ἀξύπνιος Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ξυπνητὸς<ξυπνῶ, παρ’ ὃ καὶ ξυπνίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐγερθεὶς ἐκ τοῦ ὕπνου, ὁ μὴ ἐξυπνήσας ἔνθ’ ἀν. : Ἀξύπνητο εἶναι ἀκόμη τὸ παιδὶ Σαρεκκλ. κ. ἀ. Ἐφῆκα ἀξύπνητον τὀ παιδὶν καὶ τὸ μεσημέρ’ ἐγνέφ’σεν (ἐξύπνησεν) Τραπ. Συνών. ἀγνέφιστος, ἄγνεφος. β) Ὁ ἐξ οὗ δὲν ἐξυπνᾷ τις, ἐπὶ ὕπνου ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ.Τὴ λησμονιˬά, τὴν ἀρνησιˬὰ τὴ γύρεψε τοῦ κάκου, τότ᾿ ἔγειρε κ᾿ ὕπνο βαθὺ κιˬ ἀξύπνητο ἐκοιμήθη ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν. γ) Ὡς οὐσ. (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. ὕπνος), ὁ ὕπνος τοῦ θανάτου ἔνθ᾽ ἀν. : ’Κεῖνοι ᾿μοῦνταν τὸν ἀξύπνητο Θρᾴκ. || Φρ. Ὤ, ποῦ νὰ κοιμηθῇς τὸν ἀξύπνητο ! (ἀρὰ) πολλαχ. || Ἆσμ. Κοιμήσου τὀν ἀξύπνητο, τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου Σῦρ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ εὐφυής, ὁ μὴ ἔξυπνος Σῦρ.: Ἀξύπνητος κόσμος. Συνών κοιμισμένος (ἰδ. κοιμίζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA