ἀσπρογῆ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρογῆ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσπρογῆ ἡ, πολλαχ. ἀσπρουῆ Εὔβ. (Στρόπον.) κ.ἀ. ἀσπρόη Κρήτ. Κύθηρ. Κύνθ. Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) ἀσπρό᾿ Μακεδ. ἀσπρογῆς Νάξ. (Ἐγκαρ.) Σῦρ. ἀσπρόγης Εὔβ. (Κύμ.) ἀσπρόγα Μακεδ. ἀσπρουγᾶς ὁ, Κρήτ. ἄσπρουγας Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. (Λατσίδ. Σητ. κ.ἀ.) ἄσπουργας Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. γῆ.
Σημασιολογία
Χῶμα ἀργιλλῶδες λευκόχρουν ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀσπρόγε͜ια, ἀσπρουδέρα (ἰδ. ἀσπρειδερὸς 2). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κύπρ., ὑπὸ δὲ τοὺς τύπ. Ἀσπρόη καὶ Ἀσπρόγοι Κύθηρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA