ἀξυρισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξυρισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀξυρισιὰ ἡ, ᾽Ιων. (Κρήν.) ἀξουρισιὰ Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀξύριστος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀ- στερητ. 1β. Ὁ τύπ. ἀξουρισιˬὰ καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἡ ἰδιότης, ἡ κατάστασις τοῦ ἀξυρίστου, τὸ νὰ εἶναί τις ἀξύριστος ἔνθ’ ἀν.: ᾽Επρόσταξε νὰ τὸν ξυραφίσουν, ἐπειδὴ ἦτον μιˬᾶς ἑβδομάδας ἀξουρισιˬὰ Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA