ἀσπρόγκιˬοσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόγκιˬοσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπρόγκιˬοσα ἐπιθ. θηλ. ἀσπρόgιˬοσα Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀργολ.) ἀσπρόgιˬοα Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀργολ.) ἀσπρόgιˬοα Ἤπ. (Πρέβ.) ἀσπρόgισα Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Οὐδ. ἀσπρόgιˬουσου Α. Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. ἄσπρος καὶ γκιˬόσα.
Σημασιολογία
Ἡ ἔχουσα χρῶμα μέλαν μὲ ραβδώσεις ἢ κηλῖδας λευκὰς εἰς διάφορα μέρη τοῦ σώματος, ἐπὶ αἰγῶν καὶ εριφίων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA