ἀξύριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξύριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξύριστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ..) ἀξύριστους βόρ. ἰδιώμ. ἀξούριστος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀούριστος Πόντ. (Οἰν.) ἀξούριστε Τσακων. ἀούριστε Τσακων. ἀξύριγος Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) ἀύριγος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀξούριγος Ἤπ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἄργ. Κλουτσινοχ. Λακων. Τρίκκ. Τριφυλ. κ. ἀ.) Πόντ. (Ὄφ.) ἀούριγος Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀούρ’γος Πόντ. (Οἰν.) ἀξούριος Ἰθάκ. Παξ. ἀξούριους Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξυριστὸς<ξυρίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ξυρισμένος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Εἶχα πολλὴ δουλε͜ιὰ σήμερα κ’ ἔμεινα ἀξύριστος κοιν. Ἀξούριστα ἔχω τὰ γένε͜ια μου Χίος. Ἔχει τόσες μέρες ἀξούριος καὶ φαίνεται σὰν παππᾶς Παξ. Αὔριο ἔν’ Κερεκὴ κ’ ἐγὼ ἀξούριγος εἶμαι Ὄφ. || ᾎσμ. Νὰ ξουριστοῦν οἱ ἀξούριοι, νὰ πιˬοῦν οἱ διψασμένοι Ἰθάκ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀξυράφιστος. 2) ᾿Αγροῖκος, ἄξεστος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/