γουλερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γουλερὸς ἐπίθ. Ἀντίπαξ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Μεσσην.) Θηλ. γουλερὴ Κ. Θεοτόκ., Βιργ. Γεωργ., 23.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ) καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός. Εἰς ἔγγρ. τῶν Παξῶν τοῦ ἔτους 1661: «(ἀφίνω) τὴν ἐλαία τὴ γουλερὴ τοῦ ἀδελφοῦ μου». Βλ. Γ. Πετροπ., Νοταρ. πράξ. Παξῶν, 24, 2.
Σημασιολογία
Ὁ περιέχων πολλοὺς μικρούς, ἰδίως στρογγύλους λίθους, ὁ πλήρης μικρῶν στρογγύλων λίθων ἔνθ᾽ ἀν.: Τόπος γουλερός, χωράφι γουλερὸ Κεφαλλ. || Παροιμ. Στραβὸς βελόνι ἐγύρευε σὲ γουλερὸ χωράφι (ἐπὶ τῶν ζητούντων τὰ ἀδύνατα) Παξ. Πελοπν. (Μεσσην.) Συνών. παροιμ. Στραβὸς βελόνα ἐγύρευε μέσα ᾽ς τὸν ᾶχερῶνα. || Ποίημ. Καὶ ᾽ς τὲς κρανε͜ιὲς τὲς γουλερὲς δαμάσκηνα νὰ ὡρμάζουν Κ. Θεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. Τὸ οὐδ. καὶ ὡς οὐσ. 1) Σωρὸς μικρῶν λίθων τοὺς ὁποίους συναθροίζουν ἐκ τοῦ πέριξ τῶν ἐλαιοδένδρων χώρου, διὰ νὰ καταστῇ εὐχερης ἡ συγκομιδὴ τοῦ ἐλαιοκάρπου Παξ. 2) Τόπος πλήρης μικρῶν στρογγύλων λίθων, πετρώδης Ἀντίπαξ. Κέρκ. Παξ.: Νὰ πὰς νὰ δουλέψῃς ᾽ς τὸ γουλερὸ Παξ. Συνών. γουλότοπος. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουλερὰ, τα Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA