ἀσπρογυπάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρογυπάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπρογυπάρι τό , ἀμάρτ. ἀσπροπάρι ΓΠαρλαπ. Μεταναστ. φυτ. καὶ ζῴων 103 ἀσπροπάρ᾿ Στερελλ. (Δεσφίν.) ἀσπρουπάρ᾿ Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ ἀμαρτ οὐσ. γυπάρι < γῦπας.
Σημασιολογία
Τὸ ἀποδημητικὸν πτηνὸν νεόφρων ὁ περκνόπτερος (neophron percnopterus) τοῦ γένους τῶν γυπῶν (gypaceae) τῆς τάξεως τῶν ἁρπακτικῶν (rapaces), γὺψ μικρὸς λευκόχρους. Συνών. ἀλογόκουκος, ἀσπρογέρακο, ἀσπρόγερας, ἀσπρογυπάρης, ἀσπρόλαπος, κουκάλογο͵ τσιροπινᾶς, τυροκόμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA