ἄοκνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄοκνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄοκνος ἐπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Πόντ. (Τραπ.) ἄοκνε Τσακων. ἄουκνους Μακεδ. (Καστορ.) ἄνοκνος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄοκνος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὀκνηρός, δραστήριος, φιλόπονος, φίλεργος ἔνθ’ ἀν.: Ἄουκνους ἄθρουπους Καστορ. Ἄοκνος ἔν᾿ ᾽ς σὴ δουλείαν ἀτ’ Κερασ. Συνών. *ἀόκνιˬαστος, *ἀόκνιστος, ἀντίθ. ὀκνέας, ὀκνιˬάρις, ὀκνός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/