βαρυγγώμισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυγγώμισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαρυγγώμισμα τό, Ἤπ. βαρυγώμισμα ΚΜπαστ. Ἀλιευτ. 104.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βαρυγγωμῶ.

Σημασιολογία

Βαρυγγώμησι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἔχει λόγια νὰ πῇ κἀνείς, ἀλλὰ βλαστήμιˬες καὶ βαρυγωμίσματα ΚΜπαστ. ἔνθ' ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/