ἀουρίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀουρίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀουρίδα ἡ, Κύπρ. ἀουρὶα Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀέρας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ίδα. Ἡ τροπὴ τοῦ ε εἰς ου ἀναλογικῶς πρὸς τὸ ἀνεμούρι (ΙΙ). Περὶ τῆς λ. πβ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 25.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανεμόμυλος κατασκευαζόμενος ὡς ἄθυρμα ὑπὸ τῶν παίδων ἐκ ξηρῶν καυλῶν ἀσφοδέλου : Φρ. Ἔν’ τέλε͜ια ἀουρία! Σὰν νά ’τουν ἀουρία! Τὰ λόγιˬα του ἔν᾿ ἀουρίδες! (πβ. συνών. φρ. γυρίζει σὰν ἀνεμοδούρα). Συνών. ἀνεμοδούρα 4. 2) Καυλὸς ἀσφοδέλου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/