ἀουτεινέτερον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀουτεινέτερον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Αντωνυμία
Τυπολογία
ἀουτεινέτερον ἀντων. κτητικὴ γ΄ προσ., κοινοῦ γένους καὶ ἀριθμοῦ πληθυντικοῦ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀβουτεινέτερον Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀγουτεινέτερον Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ πληθ. ἀουτεῖν’ τῆς ἀντων. ἀοῦτος, δι᾿ ἣν ἰδ. τοῦτος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων εἴτε ἡ ἀνήκουσα εἴτε τὸ ἀνῆκον εἰς τούτους ἢ ὁ τούτων-ἡ τούτων-τὸ τούτων, πάντοτε μετὰ τοῦ οὐδ. ἄρθρου προτασσομένου ἔνθ' ἀν. : Τ’ ἀουτεινέτερον τ’ ὁσπίτ’-τὸ παιδὶν-τὸ χωράφ’-ὁ κύρ’ (πατὴρ) - ἀδελφὴ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA