βαρυγλωσσίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυγλωσσίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυγλωσσίζω Ἀθῆν. Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρύγλωσσος.
Σημασιολογία
1) Εἶμαι βραδύγλωσσος Πόντ. 2) Ὁμιλῶ ἀπρεπῶς Ἀθῆν.: Βαρυγλώσσισε καὶ τὸ ἔδειρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA