βαρύθυμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρύθυμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρύθυμος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) βαρε͜ιόθυμος ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 27 -Λεξ. Δημητρ. βαρά-θυμος ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 81.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βαρύθυμος. Τὸ βαράθυμος κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀρᾴθυμος.

Σημασιολογία

1) Κατηφής, περίλυπος, σκυθρωπὸς πολλαχ.: Λυπημένοι καὶ βαρύθυμοι χωρίσαμε τὰ βήματά μας ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 73. Ὅλοι βαρε͜ιόθυμοι καὶ μὲ τὰ κεφάλιˬα κατεβασμένα σὰ νὰ πηγαίνανε νὰ ξεβγάλουν καὶ νὰ ξεπροβοδώσουν λείψανο ΧΧρηστοβασ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βαρύκαρδος, βαρύλυπος. 2) Ὀργίλος, ἠγανακτημένος Πόντ. (Οἰν.) –Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/