ἀπαγκε͜ιερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαγκε͜ιερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαγκε͜ιερὸς ἐπίθ. Πελοπν (Βούρβουρ. Μαζαίικ. Μεσσ Σιβ.) Στερελλ. (᾿Αράχ.) -ΑΠαπαδιαμ. Νοσταλγ. 95

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπάγκε͜ιος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ-ερός.

Σημασιολογία

Ὁ ἀπὸ τῆς κακοκαιρίας προστατευόμενος, ὑπήνεμος ἔνθ’ ἀν.: ’Απαγκε͜ιερὸς τόπους, δὲ φυσάει Ἀράχ. Οἱ τοπαναραῖοι μένουν πάντα ’ς τ’ ἀπαγκε͜ιερώτερα μέρη Μαζαίικ. Ἔπιασε δυνατὰ τὸ τιμόνι καὶ μὲ τὰ πολλὰ ὀρτσαρίσματα ἦλθεν ἡ φελούκα εἰς μέρος ἀπαγκε͜ιερὸν ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπάγκε͜ιος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/