γουλιˬέλμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλιˬέλμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουλιˬέλμος ὁ, Ἰων. (Σμύρν.) Ναύστ. γουλιˬέρμος Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ κυρ. ὀν. Γουλιˬέλμος. Ἡ σημ. ἐκ τῆς γαλλικῆς ἔνθα guillaume δηλοῖ εἶδος λεπτουργικοῦ ἐργαλείου.
Σημασιολογία
Ξύλινον λεπτουργικὸν ἐργαλεῖον μετὰ σιδηρᾶς λεπίδος, ὡς τῆς πλάνης ἔνθ᾽ ἀν Συνών. γκινόσος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA