γουλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουλίζω (ΙΙ) Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Θρᾷκ. (Αἶν.) Ἱθάκ. Κεφαλλ. Λευκ Μέγαρ. Πελοπν. (Μεσσην. Μονεμβασ.) Στερελλ. (Ἀντίκυρ. Ἀστακ.) Καστ. - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, 395. Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918), σ. 70 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ὀκτάποδος, λειαίνω, καθιστῶ λίαν πλαδαρὸν τὸ σῶμα αὐτοῦ διὰ συνεχῶν κτυπημάτων ἐπὶ λείου λίθου, γιὰ νὰ γίνῃ τοῦτο μαλακὸν καὶ κατάλληλον πρὸς βρῶσιν ἔνθ᾽ ἀν.: Γουλίζω τὸ χταπόδι Κεφαλλ. Λευκ. Τὰ πουλᾶμε γουλισμένα τὰ χταπόδιˬα Στερελλ. (Ἀστακ.) Ὁ ᾽Ρακλῆς τοῦ Δεστεμέλη ἔβγαλε ἕνα χταπόδι καὶ τὸ γούλισε Ἐρεικ. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, κακοποιῶ λίαν, οἱονεὶ λειώνω τὸ σῶμα αὐτοῦ διὰ συνεχῶν κτυπημάτων Ἤπ. (Πάργ.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Λευκ. Μέγαρ.: Θὰ σὲ πιˬάσω νὰ σὲ γουλίσω σὰ χταπόδι Ἰθάκ. Ποῦ θὰ μοῦ πάῃς; Θὰ σὲ γουλίσω ἅμα σὲ βάλω ᾽ς τὰ χέριˬα μου Μέγαρ. Βούταε σὰ dὸ δέλφινα σύdας χούμαε νὰ dὸ πνίξῃ τὸ κῦμα, μὰ ὅσο κι ἂ φυλαότανε, τόνε γούλιζε ἡ θάλασσα, ὅπως ἡ φώκια τὸ χταπόδι Ἰθάκ. 3) Ἀποφλοιῶ Καστ. : Ὕστερα τὸ μεταμπατάραμε καὶ γουλιζότανε ὁ καρπός, ξαναβάναμε τὰ ἄλογα νὰ τὸ γουλίσουνε ᾽κεῖνο, νὰ μείνῃ ὁ καρπὸς καθαρὸς (μεταμπατάραμε = ξανὰ ἀναποδογυρίζαμε· ἐνν. τὸν σωρὸν τῶν στάχεων, γουλιζότανε = ἐξεφλουδίζετο, ἀπελεπίζετο).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA