βαρυκόλημαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυκόλημαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαρυκόλημαν τό, Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βαρυκολῶ.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ βαρύνεται κἀνείς, νωθρότης, ὀκνηρία. Συνών ἰδ. ἐν λ. βαρε͜ιοσύνη. 2) Δισταγμός, ὄκνος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/