ἀπαγορεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαγορεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαγορεύω λόγ. κοιν. ἀπαγουρεύου βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀπαγορεύω.

Σημασιολογία

᾿Αποτρέπω νὰ γίνῃ τι, ἐμποδίζω, κωλύω : Σοῦ ἀπαγορεύω νὰ καπνίζῃς - νὰ μιλᾷς - νὰ φύγῃς κττ. Ὁ γιˬατρὸς μοῦ ἀπαγόρεψε τὰ ἁλμυρὰ - τὰ γιˬαχνιστά. ᾽Απαγορεύεται τὸ κάπνισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/