βαρυκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυκοπῶ Ἤπ. Κύθηρ. Κύπρ. Ρόδ κ.ἀ. βαροκοπῶ Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.) Κύπρ. Μῆλ. Σίφν κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βαρυκόπος.

Σημασιολογία

1) Κτυπῶ μὲ τὴν βαρεῖαν σφῦραν ἐπὶ τοῦ ἄκμονος πρὸς σφυρηλάτησιν τοῦ σιδήρου Ἤπ. ’Ιων. (Κρήν.) Κύπρ. Ρόδ κ.ἀ.: Αἴνιγμ. Πέντε δέκα κουβαλᾶν, | δώδεκα βαροκοπᾶν, ἡ μαργιˬόλω τὰ φορτώ’, | κιˬ ὁ παπποῦς τὰ ξεφορτώ’ (τὰ δάκτυλα, τὰ δόντια, ἡ γλῶσσα καὶ ὁ στόμαχος) Ἤπ. 2) Κόπτω ἢ ὰποσπῶ λίθους διὰ τῆς βαρείας σφύρας Κύθηρ. Κύπρ. Σίφν. κ.ἀ. 3) Ἀπροσ. μὲ βαροκοπᾷ, ἐπὶ πληγῆς εἰς τὴν ὁποίαν συνεσωρεύθη πῦον καὶ ὅπου αἰσθάνεται κανεὶς τοὺς κτύπους τῆς κυκλοφορίας Μῆλ. Συνών. στοιβάζει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/