ἀπαγόριˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαγόριˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπαγόριˬα ἡ, Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) ἀπογόριˬα Ἤπ. ἀπουγόριˬα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπαγόριˬα τά, Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπαγορεύω. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν Τεσσαρακονταετ. ΚΚόντου 21.

Σημασιολογία

1) Νωχέλεια, ρᾳθυμία, νωθρότης: Τὸν ἔπιασε ἡ ἀπο-γόριˬα Ἤπ. Τ᾽ εἶν᾽ αὐτὴ ἡ ἀπουγόριˬα π’ σ᾿ ἔπιˬασι ; Ζαγόρ. Τὸν πιˬάνουν τ᾿ ἀπαγόριˬα του Ἤπ. 2) Ἡ ζάλη τὴν ὁποίαν αἰσθάνεταί τις καθήμενος πλησίον τῆς πυρᾶς Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/