ἀσπροκέρασο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροκέρασο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπροκέρασο τό, ἀμάρτ. ἀσπροτέρασο Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. κεράσι.
Σημασιολογία
1) Κεράσιον χρώματος λευκάζοντος καὶ ὑπερύθρου. Συνών. ξανθοκέρασο, πετροκέρασο. 2) Τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ ἀνωτέρω κεράσια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA