γουλοζίρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλοζίρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουλοζίρω ἀμάρτ. γολοζίρω Λευκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ingolosire = καθιστῶ τινα ἢ καθίσταμαι ἄπληστος.

Σημασιολογία

Καθιστῶ τινα ἄπληστον, δελεάζω: Ἐσηκώθηκε μισοπεθαμένος καὶ πῆε ᾽ς τὴ δουλειά του, γιατὶ τόνε γολοζίραν τὰ λεφτά. Σοῦ γολοζίρ᾽ νὰ πᾶς, μὰ δὲ θὰ σ᾽ ἀφήσω (ἔχεις τὴν ἐπιθυμίαν νὰ μεταβῇς...) Δὲ μοῦ γολοζίρ᾽ (= δὲν μοῦ φαίνεται καλόν, δὲν μοῦ ἀρέσει).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/