γουλοζιτὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλοζιτὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουλοζιτὰ ἡ, Ζάκ. Ἰθάκ. γουλοζιτὸ τό, Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. golositὰ = λαιμαργία, ἡ ἐκλεκτικότης. Ὁ τύπ. γουλοζιτὸ πιθανῶς κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ὀρεκτικὸ ἢ φαγητό.

Σημασιολογία

1) Ἡ λαιμαργία ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπὸ γουλοζιτὰ τρώει κρυφὰ καὶ θὰ bεθάνῃ Ἰθάκ. 2) Τὸ ὀρεκτικόν, ἡ ποικιλία φαγητοῦ Ζάκ: Σήμερα ᾽ς τὸ τραπέζι μας εἴχαμε ἕνα σωρὸ γουλοζιτά. Ἡ θρούμπη καὶ ἡ ρίγανη εἶναι γουλοζιτά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/