γουλοκόφινο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλοκόφινο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουλοκόφινο τό, Ἀντίπαξ. Κέρκ. Ὀθων. Παξ. βουλοκόφινο Ἀντίπαξ. Ὀθων. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουλὶ (ΙΙ) καὶ κοφίνι.
Σημασιολογία
Κόφινος στερεός, κατεσκευασμένος ἐκ κλάδων καὶ χρησιμεύων διὰ τὴν μεταφορὰν μικρῶν λίθων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔπιˬακα τὸ βουλοκόφινο κ᾽ ἐκουβάλουνα ὅλη τὴν ἡμέρα γουλιˬὰ ᾽πὸ τὸ πηάδι Ὀθων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA